αναξιοπάθεια

αναξιοπάθεια
η незаслуженное страдание, мучение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναξιοπάθεια" в других словарях:

  • αναξιοπάθεια — η (Α ἀναξιοπάθεια) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] το να υποφέρει, να δεινοπαθεί κάποιος άδικα αρχ. η αγανάκτηση που προέρχεται από άδικα δεινά …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπάθεια — η το να υποφέρει κανείς χωρίς να το αξίζει: Η αναξιοπάθειά του είχε κινήσει τη συμπάθεια πολλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναξιοπαθείας — ἀναξιοπαθείᾱς , ἀναξιοπάθεια unworthy treatment fem acc pl ἀναξιοπαθείᾱς , ἀναξιοπάθεια unworthy treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιοπαθείῃσι — ἀναξιοπάθεια unworthy treatment fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιοπάθειαν — ἀναξιοπάθεια unworthy treatment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»